- ἀκοαῖς
- ἀκοήhearingfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
боголюбьць — БОГОЛЮБЬЦ|Ь (31), А с. Любящий бога, благочестивый: брань сътворити. на... ||...х҃олюбьца иже по истинѣ б҃олюбьцѩ изѩслава. ЖФП XII, 57 58; Нъ времѩ бо намъ ѥже въ сардьцѣмь ѡстровѣ приключивъшес˫а на ѥдиномь тоу соущихъ чюдо. въдати словоу и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εμβομβώ — ἐμβομβῶ ( έω) (Α) «ἐμβομβοῡσι ταῑς ἀκοαῑς» βουίζουν μέσα στ αφτιά τών ανθρώπων … Dictionary of Greek
κυκεώνας — ο (AM κυκεών, ῶνος, Α δωρ. τ. κυκάν, ᾱνος) σύμφυρμα ανόμοιων πραγμάτων, ανακατωσούρα («κυκεῶνα ταῑς ἀκοαῑς ἡμῶν άναμεῑξαι», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. ποτό που παρασκευαζόταν συνήθως με ανάμιξη οίνου, κρίθινου αλεύρου, κατσικήσιου τυριού και νερού,… … Dictionary of Greek
νωθρός — ή, ό (ΑΜ νωθρός, ά, όν) 1. βραδυκίνητος, οκνηρός, χαύνος 2. ανόητος, βραδύνους («νωθροί πως ἀπαντῶσι περὶ τὰς μαθήσεις», Πλάτ.) αρχ. 1. (για τις αισθήσεις) αμβλύς («ἐπεὶ νωθροὶ γεγόνατε ταῑς ἀκοαῑς», ΚΔ) 2. μικρός, ανίσχυρος 3. αυτός που κάνει… … Dictionary of Greek
προεισάγω — ΝΑ [εἰσάγω] εισάγω εκ τών προτέρων αρχ. 1. φέρνω, οδηγώ κάποιον κάπου προηγουμένως («ἐπὶ τὴν χώραν τάδελφοῡ προεισαγομένου», επιγρ.) 2. (σχετικά με σύγγραμμα) παρουσιάζω ή περιγράφω αρχικά («ἐν τοῡτῳ δέ, δωδεκάτῳ τῶν παραλλήλων ὄντι βίων, τὸν τοῡ … Dictionary of Greek